φιλιατρός

φιλιατρός
και φιλοΐατρος, -ον, Α
αυτός που αγαπά την ιατρική τέχνη.
επίρρ...
φιλιάτρως Α
με αγάπη για την ιατρική τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἰατρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλίατρος — friend of the art of medicine masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλιάτρω — φιλίατρος friend of the art of medicine masc/fem/neut nom/voc/acc dual φιλίατρος friend of the art of medicine masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλιάτρως — φιλίατρος friend of the art of medicine adverbial φιλίατρος friend of the art of medicine masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλιάτροις — φιλίατρος friend of the art of medicine masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλιάτροισιν — φιλίατρος friend of the art of medicine masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλιάτρους — φιλίατρος friend of the art of medicine masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλιατρώ — έω, [φιλίατρος] είμαι φιλίατρος*. αγαπώ την ιατρική τέχνη …   Dictionary of Greek

  • ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …   Dictionary of Greek

  • φιλοΐατρος — ον, Α βλ. φιλίατρος …   Dictionary of Greek

  • Δαμοκράτης — (1ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος γιατρός, που ονομάστηκε Σερβίλιος επειδή ήταν απελεύθερος του Σερβιλίου οίκου. Ο Πλίνιος και ο Γαληνός τον εγκωμίαζαν. Έγραψε πολλά έργα σε ιαμβικούς στίχους: Φιλίατρος, Πυθικός κ.ά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”